Οι συγκρούσεις του Δεκεμβρίου του 1944 στην Αθήνα ήταν μια μάχη εξουσίας μεταξύ της πρώτης μετακατοχικής Κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου και των Άγγλων από τη μία πλευρά και του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ από την άλλη. Η Κυβέρνηση, ανίσχυρη και χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, είχε ανάγκη την αγγλική βοήθεια. Το ΕΑΜ με μπροστάρη το ΚΚΕ ήταν πανίσχυρο, λόγω του πρωταγωνιστικού του ρόλου στην Αντίσταση. Τα «Δεκεμβριανά» άφησαν πίσω τους περίπου 7.000 μαχητές νεκρούς (230 Άγγλους, 3.500 Κυβερνητικούς, 3.000 ΕΑΜικούς) και απροσδιόριστο αριθμό αμάχων. Στις 11 Ιανουαρίου 1945 υπογράφηκε ανακωχή ανάμεσα στους Άγγλους και τον ΕΛΑΣ, με την οποία οι δυνάμεις του υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν την Αττική και τη Θεσσαλονίκη.
Αν υπάρχει ένα ιστορικό γεγονός που, εδώ και 73 χρόνια, για την Αριστερά και το ΚΚΕ για κάθε αριστερό και κομμουνιστή θεωρείται το αποκορύφωμα του απαράδεκτου και επαίσχυντου συμβιβασμού, της άνευ όρων παράδοσης στον αντίπαλο, ενίοτε και της προδοσίας, αυτό το γεγονός είναι η Συμφωνία της Βάρκιζας, βάσει της οποίας τερματίστηκε και τυπικά η ένοπλη σύγκρουση του Δεκέμβρη του ‘44 ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα βρετανικά στρατεύματα.
12 Φεβρουαρίου 1945. Αποφράδα μέρα για το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και γενικά την αριστερά. Είναι η μέρα υπογραφής της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Ας δώσουμε μερικά στοιχεία της για τους νεότερους.
Υπεγράφη στη βίλα Κανελλόπουλου στη Βάρκιζα Αττικής για τον τερματισμό της δεκεμβριανής αιματοχυσίας και τη συμφιλίωση του ελληνικού λαού -όπως λεει στο προοίμιό της- μεταξύ των εκπροσώπων του ΚΚΕ (Γ. Σιάντου), του ΕΑΜ (Μ. Παρτσαλίδη), της ΕΛΔ (Η. Τσιριμώκου) και των εκπροσώπων της δοτής από τους Άγγλους και τον αντιβασιλέα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό κυβέρνησης του Νικ. Πλαστήρα (Ι. Στεφανόπουλου, Π. Ράλλη και Ι. Μακρόπουλου), με την ενεργό συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις και των Άγγλων Μακ Μίλαν (υπουργού Μεσογείου) και Ρ. Λήπερ (πρεσβευτή στην Αθήνα).
Με τη Συμφωνία η κυβέρνηση εξέφρασε τη σταθερή θέλησή της για την αποκατάσταση της ενότητας του κράτους και την επαναφορά της εσωτερικής ειρήνης και πολιτικής ομαλότητας με την ανάπτυξη «ελεύθερου και ομαλού πολιτικού βίου, του οποίου κύριον χαρακτηριστικόν θα είναι ο σεβασμός της πολιτικής συνειδήσεως των πολιτών, η ειρηνική διαφώτισις και διάδοσις πολιτικών ιδεών και ο σεβασμός προς τας ελευθερίας τας οποίας ο καταστατικός χάρτης του Ατλαντικού και αι αποφάσεις της Τεχεράνης διεκήρυξαν και η συνείδησις των δι’ αυτάς αγωνιζομένων λαών απεδέχθη».
Για τους παραπάνω σκοπούς η κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να εξασφαλίσει την ελεύθερη εκδήλωση των πολιτικών και κομματικών φρονημάτων, την απρόσκοπτη λειτουργία των ατομικών ελευθεριών, όπως του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι, την ελευθερία του Τύπου και την κατάργηση κάθε προηγούμενου ανελεύθερου νόμου, την αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και την άρση του Στρατιωτικού Νόμου.
Προέβλεπε επίσης τη συγκρότηση Εθνικού Στρατού με τακτική στρατολογία (στρατολογικές κλάσεις) με σεβασμό στα πολιτικά και κοινωνικά φρονήματα των στρατευομένων, την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και της Εθν. Πολιτοφυλακής και την παράδοση των όπλων τους, την απόλυση των ομήρων του ΕΛΑΣ (ήδη είχαν απολυθεί), την εκκαθάριση των δημοσίων υπαλλήλων, του στρατιωτικού προσωπικού και των Σωμάτων Ασφαλείας από τους δωσιλόγους και την επαναφορά εκείνων που είχαν απομακρυνθεί λόγω της αντιστασιακής δράσης τους, καθώς επίσης και τη διενέργεια δημοψηφίσματος (βασιλεία ή δημοκρατία) εντός του έτους και τάχιστα -μετά από αυτό- εκλογές για Συντακτική Συνέλευση.
Η Συμφωνία κυρώθηκε με συνταγματική πράξη που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (φύλλο 68/1965 τεύχος Α’) και απέκτησε όχι απλά ισχύ νόμου, αλλά επαυξημένη συντακτική δύναμη.
Είχε προηγηθεί στις 11 Ιανουαρίου η υπογραφή της ανακωχής των δεκεμβριανών συγκρούσεων μεταξύ του «αρχιστρατήγου των στρατιωτικών δυνάμεων εν Ελλάδι» Ρ. Σκόμπυ και των αντιπροσώπων της Κ.Ε. του ΕΛΑΣ.
Μέχρις εδώ, όλα καλά. Και φαίνεται ότι επιτυγχανόταν ο στόχος του πίσω μέρους του μυαλού της ηγεσίας μας, που με τις ντουφεκιές του Δεκέμβρη ήλπιζε ότι ίσως θα τα καταφέρναμε μόνοι μας να εξασφαλίσουμε καλύτερους όρους ύπαρξης της αριστεράς στη μεταπελευθερωτική Ελλάδα με τη δυναμική που είχε το ΕΑΜικό κίνημα, παρά τις συμφωνίες των Στάλιν – Τσώρτσιλ στη Μόσχα για τα ποσοστά επηρροής τους στην Ελλάδα (10% και 90% αντίστοιχα -βλέπε “Αυγή” 6-7.12.2011 Γιατί έγινε ο Δεκέμβρης του 1944) αφού όλα σχεδόν τα παραπάνω ήταν μέσα στο πρόγραμμα του ΕΑΜ.
Αποτέλεσαν όμως και τη μία βάση της διπρόσωπης πολιτικής και στρατηγικής του Ν. Ζαχαριάδη από τη μέρα της απελευθέρωσής του από το γερμανικό στρατόπεδο του Νταχάου και της άφιξής του στην Ελλάδα (29.5.45) μέχρι την ολοκλήρωσή της με το «πάλι στ’ άρματα». Η οποία βάση έκρυβε από τη μια τη δικαίωση των πεπραγμένων τής μέχρι τότε ηγεσίας του ΚΚΕ, αλλά από την άλλη την εξουδετέρωση του Άρη Βελουχιώτη (με το πέρασμά του στις ανατολικές χώρες) ή ακόμη και την εξόντωσή του, τον οποίο με κανένα τρόπο δεν ήθελε στην κεφαλή του νέου αντάρτικου που σχεδίαζε. Πράγματα όμως που δεν είναι του παρόντος.
Η Συμφωνία όμως περιείχε και την προδοσία του ΕΑΜικού κινήματος, όπως ειπώθηκε από τους πολλούς, ή το μεγάλο λάθος, όπως παραδέχθηκαν -κατόπιν εορτής όμως- κορυφαία στελέχη του ΚΚΕ, όπως ο Μ. Παρτσαλίδης και ο Γ. Ιωαννίδης, οι οποίοι όμως το απέδωσαν σε συμβουλές του Δημητρώφ (τέως γραμματέα της Γ’ Κομουνιστικής Διεθνούς και τότε επικεφαλής του τμήματος Διεθνών Σχέσεων της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ), ο Ν. Ζαχαριάδης, που τη χαρακτήρισε όμως όχι συνθηκολόγηση και υποχώρηση, αλλά αναγκαίο ελιγμό μπροστά στον Στάλιν, αλλά και ο ίδιος ο Στάλιν όταν τον Γενάρη του 1950 συναντήθηκε με τους Παρτσαλίδη και Ζαχαριάδη. Τέλος και το ίδιο το ΚΚΕ με αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων του. Έγκαιρα δε και έμπρακτα ο Άρης Βελουχιώτης, ο οποίος ούτε αποστρατεύτηκε ούτε παρέδωσε τα όπλα του.
Η προδοσία, το λάθος ή ο «ελιγμός» βρισκόταν στους όρους της Συμφωνίας για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, στην αοριστία για το ποιοι θα συγκροτούσαν τις επιτροπές που θα έκριναν τα στελέχη του στρατού, των Σωμάτων Ασφαλείας και των δημοσίων υπηρεσιών, στη διατήρηση της αναστολής των άρθρων 5, 10 και 12 των Συντάγματος που αφορούσαν τα των φυλακίσεων, συλλήψεων, δημοσίων συγκεντρώσεων, το απαραβίαστο κατοικίας και αλληλογραφίας και κυρίως στο άρθρο 3 της Συμφωνίας που αφορούσε την αμνηστία.
Με το άρθρο αυτό δεν συμφωνήθηκε γενική αμνηστία που επεδίωκε η αντιπροσωπεία μας. Ενέδωσε τελικά να χορηγηθεί η αμνηστία μόνο για τα «πολιτικά» αδικήματα που τελέστηκαν από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 και μετά. Αλλά και από αυτή την αμνηστία εξαιρέθηκαν «τα συναφή αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος». Μάλιστα, επειδή από την ασαφή αυτή διατύπωση (ποια ήταν τα πολιτικά αδικήματα) κινδύνευε να διωχθεί και η ΕΑΜική ηγεσία, η αντιπροσωπεία μας φρόντισε με ιδιαίτερο παράρτημα της Συμφωνίας να εξαιρεθούν, δηλαδή να αμνηστευθούν γενικά πενήντα ηγετικές προσωπικότητες που αυτή θα όριζε!
Έτσι, από αυτά τα κενά και τις ασάφειες ξεκίνησε η νόμιμη αντιΕΑΜμική θύελλα που σάρωσε απ’ άκρη σ’ άκρη όλη τη χώρα, με την αιματηρή βοήθεια του παρακρατικού μηχανισμού και των εθνικιστικών ληστοσυμμοριών. Σε σημείο που ο Ι. Σοφιανόπουλος σε μια προεκλογική του συγκέντρωση (εκλογές 5.3.1950) να εξομολογηθεί δημόσια ότι, αν και οι άλλοι δύο κυβερνητικοί αντιπρόσωποι στη Βάρκιζα (Π. Ράλλης και Ι. Μακρόπουλος) είχαν δεχτεί τη χορήγηση της γενικής αμνηστίας, καθώς επίσης και ο αντιβασιλέας και ο πρωθυπουργός με όλα τα μέλη της κυβέρνησης, είχαν δε καμφθεί και οι Άγγλοι, εκείνος παρέμεινε ανένδοτος μέχρι τέλους, με τη βεβαιότητα ότι θα υποχωρήσει η ΕΑΜική αντιπροσωπεία. Και πρόσθεσε: «Αν εγνώριζα όμως ότι η δεξιά θα παρασπονδήση κατά τοιούτον αναίσχυντον τρόπον παραβιάζουσα την Συμφωνίαν, θα προτιμούσα να μου κοπή το χέρι, παρά να υπογράψω την Συμφωνίαν εκείνην».
Ειπώθηκε αργότερα ότι αυτός ο αριστερίζων πολιτικός (είχε εξορισθεί και επί Ι. Μεταξά) με την επιμονή του αυτή επιδίωκε να αποκομίσει πολιτικά οφέλη από τις διώξεις των ΕΑΜικών αγωνιστών και συγκεκριμένα ότι οι διώξεις θα απομάκρυναν από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ μεγάλες μάζες οπαδών τους που θα τους υποδέχονταν ο νέος πολιτικός οργανισμός που σκόπευε να δημουργήσει (Σ. Πατατζής στο βιβλίο του Ιωάννης Σοφιανόπουλος).
Η Συμφωνία της Βάρκιζας ξεκίνησε με αίτημα της ηγεσίας του ΚΚΕ και του ΕΑΜ από τα Τρίκαλα, όπου μετά την ήττα του Δεκέμβρη είχαν την έδρα τους και υπήρξε σφοδρό παρασκήνιο για τα πρόσωπα που θα συμμετείχαν στις συζητήσεις, γιατί οι Άγγλοι και ολόκληρος ο αντίπαλος πολιτικός κόσμος, ήθελαν να διαπραγματευτούν μόνο με το ΚΚΕ. Ο Α. Σβώλος (πρόεδρος της ΕΛΔ) ωστόσο αρνήθηκε να συμμετάσχει προσωπικά και τελικά κάμφθηκε και έστειλε τον γραμματέα της ΕΛΔ, Η. Τσιριμώκο. Δεν ήθελε φαίνεται να του επιρρίψουν και άλλες ευθύνες πέραν εκείνων που του καταλόγισε το ΚΚΕ για την ενδοτική του στάση στον Λίβανο, ως αρχηγού τότε της αντιπροσωπείας μας.
Γνώριζε το ΚΚΕ τι θα πήγαινε να κάνει στη Βάρκιζα;
Το γεγονός ότι εκείνο είχε ζητήσει τις συζητήσεις μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι γνώριζε και ότι πρέπει να είχε καθορίσει κόκκινες γραμμές, όπως θα λέγαμε σήμερα. Πού όμως ήταν αυτές οι κόκκινες γραμμές, αφού ο ΕΛΑΣ, παρά την ήττα της εφεδρικής του δύναμης της Αθήνας με τα λιανοντούφεκά της και ελάχιστων ανταρτικών του τμημάτων, ήταν ανέπαφος, παντοδύναμος και πάνοπλος σε όλη την Ελλάδα. Όταν η ΕΑΜική εξουσία και διοίκηση απλωνόταν σε όλη τη χώρα; Όταν το μέγα μέρος του λαού ήταν ακόμη με το μέρος του, όπως έδειξαν οι αμέσως μετά παλλαϊκές συγκεντρώσεις;
Εδώ δεν μπορώ να μην παρεμβάλλω και την αποκάλυψη του ταγματάρχη Θ. Μακρίδη (εφημ. “Ελευθεροτυπία” 22.5.1977), αυτού του αναγνωρισμένης αξίας επιτελικού αξ/κού του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ και στρατιωτικού συμβούλου του ΚΚΕ, όταν ρωτήθηκε από την ηγεσία μας για τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα, που έδωσε στις 15.1.45 (τέσσερις μέρες δηλαδή μετά την Ανακωχή) και γνωμάτευσε ότι ο ΕΛΑΣ θα είναι πανέτοιμος να αντιμετωπίσει τους Άγγλους έξω από την Αθήνα το πολύ σε ένα μήνα. Και για τη συμβουλή του στον Μ. Παρτσαλίδη στις 2.2.45 στα Τρίκαλα, όταν η αντιπροσωπεία μας ξεκινούσε για την Αθήνα, ότι «σε 8-10 μέρες είμαστε έτοιμοι, παρατείνετε τις διαπραγματεύσεις και τότε τα λέμε». Μέρες που συνέπιπταν με τις συνομιλίες στη Βάρκιζα. Ο Μ. Παρτσαλίδης, που ζούσε τότε (22.5.77), δεν τον διέψευσε!
Οι παραχωρήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ κατά το προηγούμενο έτος στον Λίβανο και στην Καζέρτα, οι παλινωδίες της στις παραμονές του Δεκέμβρη, ο χαλαρός τρόπος διεξαγωγής της μάχης του Δεκέμβρη, η αδιαλλαξία της στη σύσκεψη με τον Τσώρτσιλ τις παραμονές των Χριστουγέννων, δείχνουν ότι, αν υπήρχε κάποια κόκκινη γραμμή, αυτή έφτανε μέχρι του σημείου να μην παραβιάσουν τη Συμφωνία της Μόσχας και το διεθνιστικό τους καθήκον απέναντι στη «Μητέρα Πατρίδα» χωρίς να εξασφαλίσουν τους ελάχιστους όρους ύπαρξης και δράσης της αριστεράς στα χρόνια που έρχονταν (βλ. “Αυγή” ό.π.). Άλλωστε ότι το καθήκον τους αυτό το έβαζαν πάντοτε πάνω απ’ όλα το ομολόγησαν αργότερα σε επιστολή της Κ.Ε. του ΚΚΕ από 22.8.1949 προς το Κ.Κ. Αλβανίας (σχετική με τις επιχειρήσεις του ΔΣΕ σε Γράμμο – Βίτσι) που την υπογράφουν οι Ν. Ζαχαριάδης, Β. Μπαρτζιώτας, Δ. Βλαντάς, Γ. Βοντίσιος με την υποσημείωση ότι είναι σύμφωνοι και οι σ. Παρτσαλίδης και Ιωαννίδης) και όπου γράφουν ότι «Εμείς πάντα υποτάσσαμε και υποτάσσουμε τα συμφέροντα του κινήματός μας στα γενικότερα συμφέροντα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινηματος» (ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ κ.353 – βλ. και Ν. Κέδρος Ο Εμφύλιος στη Φλώρινα, έκδ. Βιβλιόραμα 2011).
Υπογράφοντας λοιπόν πέτυχαν το πρώτο, αλλά αρκέστηκαν σε αόριστες υποσχέσεις για το δεύτερο και στην… εγγύηση των Άγγλων, οι οποίοι όμως δεν υπέγραψαν τη Συμφωνία.
Αποστράτευσαν και αφόπλισαν τον έτοιμο να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα ΕΛΑΣ, τον μόνο εγγυητή που θα μπορούσαν να έχουν, με αόριστες υποσχέσεις αφερέγγυων πολιτικάντηδων που ξεπετάχτηκαν από το πουθενά, επωφελούμενοι της πολιτικής δίνης και κρίσης στις οποίες είχε περιπέσει η χώρα μας από το μοίρασμα της Ευρώπης μεταξύ των μεγάλων και των αγγλικών όπλων. Εδώ, αν δεχθούμε ότι ήταν άπειροι στα πολιτικά παιγνίδια και τις ίντριγκες, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι το ίδιο συνέβαινε και με το θέμα της αμνηστίας όταν φρόντιζαν να συμπεριλάβουν σ’αυτήν μόνο τον εαυτό τους και μερικές ακόμη ηγετικές προσωπικότητες. Πράγμα που δείχνει ότι από τους μισερούς και συκοφαντικούς λίβελους που δέχτηκαν στον Λίβανο και στη σύσκεψη των παραμονών των Χριστουγέννων από τους άκαπνους, άπραγους και φανατικά αντιΕΑΜΙκούς πολιτικούς αντιπάλους μας και από αυτά που ειπώθηκαν μέσα στη σύσκεψη (έχουν δημοσιευθεί τα πρακτικά της) θεωρούσαν ενδεχόμενο να ακολουθήσει ό,τι ακολούθησε.
Πράγματι, μόνο από την υπογραφή της Συμφωνίας μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου 1945, μέσα σε 10 μήνες δηλαδή, όπως δήλωσε ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Ρέντης, οι ΕΑΜικοί αγωνιστές που είχαν διωχθεί για κατοχικά αδικήματα, ανέρχονταν περίπου σε 80.000, από τους οποίους οι μισοί σχεδόν βρίσκονταν ήδη στις φυλακές ως κατάδικοι ή υπόδικοι, ενώ περίμεναν εκκρεμείς 48.056 ακόμη δικογραφίες να πέσουν στα χέρια παθιασμένων δικαστών και εισαγγελέων!
Από τους αγωνιστές αυτούς ο Μ. Βασιλόπουλος είχε σπάσει το τότε ρεκόρ Γκίνες με καταδίκη από το Κακουργιοδικείο Κορίνθου 351 φορές σε θάνατο, ενώ τρεις άλλοι, ο Κ. Κιοπρές, ο Σωτ. Παπαδόπουλος και ο Γεωρ. Κολλημένος, είχαν εισπράξει από Β’ Κακουργιοδικείο Αθηνών καταδίκες 127, 55 και 42 φορές σε θάνατο αντίστοιχα! Αργότερα εκτελέστηκαν.
Να λοιπόν γιατί η Συμφωνία της Βάρκιζας χαρακτηρίστηκε απ’ όλους κατάπτυστη και εγγληματική και μόνο από τον Ν. Ζαχαριάδη και το ΚΚΕ ελιγμός και λάθος.
Και ποιες ήταν οι συνέπειες για τους πρωτεργάτες αυτής της Συμφωνίας; Φυσικά όχι οι διώξεις που υπέστησαν όλοι οι αγωνιστές, αφού φρόντισαν να συμπεριλάβουν εαυτούς στην αμνηστία, αλλά μόνο κομματικές. Ο μεν Γ. Σιάντος, που είχε πεθάνει το 1947, κατηγορήθηκε από τούς Ν. Ζαχαριάδη και Δ. Βλαντά το 1950 ως προβοκάτορας, χαφιές και ισόβιος πράκτορας των Άγγλων, για να αποκατασταθεί το 1958 μαζί με τον Ν. Πλουμπίδη και τον Κ. Καραγιώργη, ο δε Μ. Παρτσαλίδης να διαγραφεί αργότερα από το ΚΚΕ, για άλλους όμως λόγους.
Μέρος του κειμένου, ανήκει στον Μάνο Ιωαννίδη ο οποίος είναι συνταξιούχος δικηγόρος. Υπήρξε κατά την Κατοχή καπετάνιος του λόχου ΕΛΑΣ Βύρωνα Αθηνών, φοίτησε στη Σχολή Αξ/κών του Γ.Σ. ΕΛΑΣ στο Βουνό, ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός και στη συνέχεια τοποθετήθηκε επιτελής του Προτύπου Τάγματος της Α’ Ταξιαρχίας Αθηνών που έδρευε στην Καισαριανή. Eίναι συγγραφέας του βιβλίου «Φάκελος Νο 9745/Β – Στα χρόνια του Μεγάλου Αγώνα» (εκδ. Μέδουσα)